«Ετσι, τον είχα στο μυαλό μου ως δάσκαλο, άργησα πολύ να μάθω για τον ρόλο του στον πόλεμο». Ο νεαρός τότε ανθυπολοχαγός, που εν μία νυκτί βρέθηκε από την έδρα του στο σχολείο Βενιέρη του Πειραιά στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας θεωρείται ως ο κατεξοχήν πρωτεργάτης στη χειμερινή επιχείρηση της διάνοιξης της Κλεισούρας. Το εν λόγω στρατιωτικό επίτευγμα, την επιτυχία το οποίου αναγνώρισαν ακόμα και οι αντίπαλοι, πραγματεύεται στο βιβλίο του «Παγίδα στο Υψωμα 370» ο Αγγελος Τερζάκης.
Το προσωπικό ημερολόγιο του Νικολάου Κωστόπουλου, που κρατούσε επιμελώς από την πρώτη μέρα της επιστράτευσης έως την επιστροφή στο χωριό του, μετέγραψαν και αποφάσισαν να εκδώσουν σε βιβλίο προ διετίας οι απόγονοι του. Το βιβλίο, το οποίο προλογίζει και στοιχειοθετεί με ιστορικές πηγές ο Θεοφάνης Βλάχος, κυκλοφορεί, ωστόσο λόγω πανδημίας δεν έχει παρουσιαστεί στο κοινό. Η οικογένεια Kωστοπούλου- Σκιαδά παραχωρεί σήμερα, ανήμερα της εθνικής εορτής, στο kathimerini.gr αποσπάσματα από το βιβλίο, συνοδευόμενα με επεξηγηματικές παρατηρήσεις της φιλολόγου εγγονής του.
Ένα προσωπικό πολεμικό ημερολόγιο, πέρα από πρωτογενή ιστορική πηγή, είναι και τόπος μνήμης ιερός. Είναι τόπος προσωπικής μαρτυρίας, αλλά και μαρτυρίου, εφόσον ο συντάκτης, εν μέρει, αυτοβιογραφείται. Καταγράφει τα νωπά του βιώματα εν θερμώ, με λέξεις βουτηγμένες στον αυθορμητισμό, την ένταση και τη συγκίνηση της στιγμής.
Στο παρόν ημερολόγιο, η πρόθεση αποσαφηνίζεται εξαρχής: Ἐν τῷ παρόντι ἡμερολογίῳ δεν πρόκειται ν’ ἀναδιφίσω ἐν τῇ ἱστορίᾳ πρός ἐξεύρεσιν παραδειγμάτων, ὅσον ἀφορᾷ τούς πολέμους, ἀλλά ἐν ὀλίγοις καί ὅπως ἀντελήφθην, θά περιγράψω τά καθ’ ἐμαυτόν συμβάντα κατά τόν τελευταῖον Ἑλληνοϊταλικόν πόλεμον ἐν τῷ Ἀλβανικῷ μετώπῳ. Δεν πρόκειται, ἐνταῦθα, να θίξω πολιτικούς καί κράτη καί αἴτια τοῦ παρόντος πολέμου, καθ’ ὅ ἀναρμόδιος καί ἔργον τῆς ἱστορίας ἐν τῷ μετέπειτα χρόνῳ να κρίνῃ ἀμερολήπτως..
28η Οκτωβρίου 1940, ημέρα Δευτέρα
Ἐφημερίδεες ….Ὅπως κάθε πρωΐ, ὁ καλός μου ἐφημεριδοπώλης, τό καλό καί τακτικό μου ξυπνητήρι, κτυπᾶ τό παράθυρο. «Κάτι βιαστικός;» τόν ἐρωτῶ. «Ἐτοιμάσου», μοῦ ἀπαντᾷ, μοῦ δίδει τήν ἐφημερίδα καί βλέπω πραγματικῶς, ὅτι κατά τάς 3 μ.μεσον. ἡ Ἰταλία ἐκήρυξε τόν πόλεμον κατά τῆς Ἑλλάδος! Δεν ἐπερίμενα ἄλλο, ἀμέσως ντύνομαι καί ἐν τῷ μεταξύ αἱ ἀπαίσιαι σειρῆνες ἠχούν δαιμονιωδῶς, ἀγγέλλουσαι τήν ἄφιξιν ἐχθρικῶν ἀεροπλάνων. (…) Ἡ πρώτη μου δουλεία ἦτο να διεκπεραιώσω μερικάς ὑποθέσεις: τρέχω εἰς τό Σχολεῖον Βενιέρη, ἔνθα παρέδιδον μαθήματα καί ἀπεχαιρέτησα τούς μαθητάς μου (…) Ὁποία συγκίνησις! Ὁποία χαρά μόλις ξεκινᾶ τό τραῖνο. (…) Δεν εἶναι δυνατόν ὁ σιδηρόδρομος να παραλάβῃ ὅλην ἐκείνην τήν μυρμηκυιάν, ἥτις προσέτρεξεν εἰς τό ἄκουσμα τῆς φωνῆς τῆς πατρίδος: Ἐμπρός για τήν Ἐλευθερία. Συνωθοῦνται ποῖος πρῶτος θά ἔμβῃ, ποῖος πρῶτος θά φθάσῃ στά σύνορα, πραγματικόν παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ.
Έτσι πανηγυρικά ξεκινά την αφήγησή του ο νεαρός Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Κωστόπουλος, διοικητής της διμοιρίας σκαπανέων του 36ου Συντάγματος Πεζικού. Η κήρυξη του πολέμου τον βρίσκει να διδάσκει στο σχολείο Βενιέρη στον Πειραιά, ως θεολόγο και από την στιγμή εκείνη αρχίζει να καταγράφει σε ημερολόγιο και, μέσα από το βιωματικό του φίλτρο, όλη την πορεία της εξάμηνης εκστρατείας στην Αλβανία μέχρι τη συνθηκολόγηση και την επιστροφή του στο χωριό του, το Αλποχώρι Δωρίδας. Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Θεοφάνης Βλάχος, ο αναλφαβητισμός που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη, ιδίως στις μη αστικές περιοχές, υπονόμευε τις όποιες φιλοδοξίες τήρησης ημερολογίου. Επομένως, «μόνο ένας εγγράμματος στρατιώτης με αγάπη για τη γραφή, είχε τη δυνατότητα και την επιθυμία να αποτυπώσει γραπτώς τη δράση του και, μέσα από την περιγραφή της εξέλιξης των γεγονότων, να αναδείξει την ατομική του προσφορά σε μία εθνική υπόθεση».
Οι ημερολογιακές αυτές σημειώσεις συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ιστορικών πληροφοριών μαζί με εθνογραφικές και κοινωνικοπολιτισμικές αναφορές, ένα ανισοβαρές προοδευτικά συμπίλημα εχθροπραξιών και ειρηνικών στιγμών, πολεμικών ιαχών και προσευχής, ένα εκκρεμές ανάμεσα στη νίκη και την συντριβή, προσωπική και συλλογική. Ο ρυθμός της γραφής ακολουθεί τον πραγματικό χρόνο και απορροφά την ένταση ή την ηρεμία του παρόντος που βιάζεται να γίνει παρελθόν. Κάθε νέα μέρα που πέφτει στο χαρτί ανατέμνει για λίγο τον ιστορικό χρόνο και μεταβάλει την ιστορική συνθήκη. Μαζί της μεταμορφώνεται και ο συγγραφέας, αλλά και η προ- οπτική του. Ο επικός ηρωισμός της πρώτης σελίδας αντέχει μέχρι το τέλος, αλλά μοιάζει εξαντλημένος και έντρομος μετά από όσα έχει δει και έχει ζήσει. Το τουφέκι γίνεται σιγά σιγά «έρμο», «βαρύ» και «σκοτεινό».
Νομίζομεν ὅτι ἐξήλθομεν διά συνήθεις στρατιωτικάς ἀσκήσεις: δέν ἔχομεν καλά χωνέψει ὅτι ξεκινήσαμε διά πόλεμον, γράφει στις 7 Νομεβρίου και δέκα μέρες σχεδόν μετά η θλιβερή παραδοχή:
Μεταβαίνουμε νά ἀλληλοφαγωθοῦμε. Ὁποία ἠθική κατάπτωσις καί πώρωσις τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου, νά μή δύναται εἰρηνικῶς καί διά τῆς λογικῆς να λύῃ τάς διαφοράς, ἀλλά νά καταφεύγῃ εἰς τά ὅπλα.
Από την αρχή ως το τέλος η διήγηση συνυφαίνεται με μία έντονα βιωμένη θρησκευτικότητα:
24η Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή
Πλησίον εὑρίσκεται ἐξωκκλήσιον, ὁ ἱερεύς τοῦ Συντάγματος λαμβάνει τήν εὐκαιρίαν νά λειτουργήσῃ. Ὅλοι σπεύδουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἀξιωματικοί καί στρατιῶται. Ὅλοι αἰσθάνονται τήν ἀνάγκην νά προσευχηθοῦν περισσότερον παρά ἄλλοτε. Πόσοι ἐξ αὐτῶν εἶχον ν’ ἀντικρίσουν εἰκόνας τοῦ Θεοῦ χρόνια καί χρόνια καί τώρα γονυπετοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ζητῶντες συγγνώμην. Κατά τήν ὥραν τῆς μυσταγωγίας ἀκούονται πολλά ἀεροπλάνα, οὐδείς κινεῖται τῆς θέσεώς του. Ὅλοι ἔχομεν πεποίθησιν εἰς τόν Θεόν. Βομβαρδίζουν, σείεται ὅλος ὁ ναΐσκος, πίπτουν μερικά χώματα, προτιμῶμεν ν’ ἀποθάνωμεν ὅλοι ἐντός τοῦ Ναοῦ παρά να διακοπεῖ ἡ μυσταγωγία αὔτη.
To διάχυτo αυτό θρησκευτικό συναίσθημα απορρέει, τόσο από την ελπιδοφόρα πίστη στη σωτήρια θεική παρέμβαση, όσο και από την ανάγκη εξαγνισμού του ανθρώπου και των πράξεων του μέσα από την υπέρτατη καλοσύνη του Θεού.
Ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει ἐξαφανίσει ἀπό τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων κάθε ἴχνος καλωσύνης καί καλοκαγαθίας. Ὁ πόλεμος οὗτος, ἡ μεγάλη αὐτή πυρκαϊά, οὐδέποτε ἤναψεν τοιαύτη, οἵα σήμερον. Οὐαί καί ἀλλοίμονόν μας, ἐάν δέν πέσωμεν εἰς Μετάνοιαν, εἰλικρινῆ καί ἀληθινή. Οὐαί εἰς τό ἀνθρώπινον τοῦτο γένος, τό ὁποῖον πολύ ἥμαρτεν, πόσας τιμωρίας δικαίας τοῦ Θεοῦ θέ- λει λάβει. Τότε καί μόνον θά σταματήσῃ τάς συμφοράς μας, ὅταν ἐξαγνισθῶμεν!
Όσο πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα, η σύμπλευση Θείου και Ανθρώπινου γίνεται εντονότερη. Οι στρατιώτες ανεβαίνουν μαζί με τον Ιησού τον δικό τους Γολγοθά:
19η Απριλίου, Μεγάλο Σάββατον
…μᾶς βομβαρδίζουν, χωρίς λεπτοῦ διακοπήν. Ἡμεῖς, μ’ ἐσταυρωμένας τά χεῖρας, πεσμένοι πρηνεῖς κάτωθι τῶν πρίνων, ἀναμένομεν ἐναγωνίως τό μοιραῖον, ἀλλά μένομεν εὐχαριστημένοι, διότι σήμερον εἶναι Μεγάλο Σάββατον καί μετ’ ὀλίγον θ’ ἀναστηθῇ ὁ Σωτήρ μας καί θά μᾶς σώσῃ. Ὅλοι προσευχόμεθα ζητοῦντες συγχώρησιν, μή ἐλπίζοντες σωτηρίαν καθ’ ὅτι τό πᾶν καίεται. Δονεῖται. Οὐρανός δέν φαίνεται ἀπό τά γεράκια τοῦ χάρου: ὁ ἐκκωφαντικός κρότος τῶν ἀεροπλάνων καί τῶν ἐκρήξεων μᾶς ἔχουν ζαλίσει. Οὐδεμία βοήθεια τῶν ἡμετέρων ἤ Ἀγγλικῶν ἀεροπλάνων. Οἱ Γερμανοί καί Ἰταλοί προσπαθοῦν νά σκοτώσουν ὄσο δυνατόν καί περισσοτέρους. Μέχρις ὅτου σκότος ἐκάλυψε τήν Γῆν εἴχομεν αὐτό τό μαρτύριον. Ὦ, Θεέ τοῦ παντός! Ἀπό τήν κόλασιν αὐτήν τοῦ πυρός οὐδείς ἔπαθέ τι, οὔτε κἄν ἐτραυματίσθη, διότι Σύ μᾶς ἐπροστάτευσας καί διεφύλαξας σώους!
Και έρχεται η στιγμή της Ανάστασης. «Σημαίνει του κόσμου η πιο σωστή στιγμή», όπως λέει ο ποιητής.
20ή Απριλίου, ημέρα Κυριακή
Ὦ, Πάσχα τό Μέγα! Πάσχα, Κυρίου Πάσχα! Ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι φοβερά καί ἀπαισία. Σμήνη, ἀνά 100-150 ἀεροπλάνα, καί εἰς χαμηλότατον ὕψος, μαινόμενα ἐπιπίπτουν! Ἀγνοοῦμεν τήν πραγματικήν κατάστασιν καί ζῶμεν μέσα εἰς τό σκότος καί τήν ἀβεβαιότητα. Μόνον ὁ ἀναστηθείς Χριστός παραμένει Σκέπη καί Φρουρός! Ἔχομεν ἐγκαταλειφθεῖ εἰς τό Ἔλεος, ἡμεῖς οἱ ὀλιγάριθμοι Ἕλληνες, καί μᾶς ἔχουν περιζώσει δύο ἰσχυραί αὐτοκρατορίαι καί ἐν τούτοις ἐπιμένομεν ν’ ἀνθιστάμεθα, δέν ὑποχωροῦμεν! Τέλος μᾶς βρῆκε τό βράδυ πάλι σώους. Συνερχόμεθα λίγο καί συγκεντρωνόμεθα πέριξ τοῦ ἱερέως καί ψάλλουμε τό Χριστός Ἀνέστη – ὑπό ποίας συνθήκας! Ἀφοῦ πέσαμε νά ἠσυχάσουμε λιγάκι, ἀκοῦμε ἀπό τό Δελβινάκι πυροβολισμούς καί πολλές φω νές νά λέγουν: Συνθηκολόγησις! Τ’ αὐτιά μας δέν πιστεύουν σέ τίποτε. Ῥῖγος διέρχεται τό κορμί μας. Στέλλουμε ἀγγελιοφόρους, καί μᾶς ἐπιβεβαιοῦν ὅτι εἶναι γεγονός. Αὔριον ὀψόμεθα.
Στις 5 Μαίου, στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου, καταγράφεται με συγκίνηση η επιστροφή, η οποία, δυστυχώς, δεν στάθηκε κοινή μοίρα για όσους πολέμησαν στο μέτωπο αυτό.
…Πιό πέρα συναντήσαμε μία γυναικούλα, πού θά τήν θυμᾶμαι αὐτή τή συγκίνηση: «Μήπως εἴδατε καί τόν δικό μου τόν γυιό; Δέν φάνηκε πουθενά ἀκόμη!» Πόσο τήν λυπήθηκα τήν καημένη αὐτή μητέρα, ἡ ὁποία, τρελλή ἀπό τή λύπη της, ἔπιανε τά σταυροδρόμια καί κλαίουσα ῥωτοῦσε τούς διαβαίνοντας στρατιώτας «Μήπως εἴδατε πουθενά καί τόν δικό μου τόν γυιό;»
Ένα στρατιωτικό επίτευγμα του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού Ν. Κωστόπουλου, το οποίο περιγράφεται διεξοδικά στο ημερολόγιό του, είναι η χειμερινή επιχείρηση της διάνοιξης της Κλεισούρας. Η διάνοιξη της στενωπού έγινε με όλα τα παλικάρια της διμοιρίας του και, παρά τις πλέον αντίξοες συνθήκες, είχε τέτοια επιτυχία που ακόμα και ο διοικητής της Ιταλικής Μεραρχίας «Τζούλια», Μάριο Τζερότι, την χαρακτήρισε ως «πραγματικόν όνειδος» για τον Ιταλικό Στρατό. Την επιχείρηση αυτή αναφέρει αργότερα η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, στο βιβλίο Ελληνικός Πόλεμος ’40 – ’41, (αποσιωπώντας το όνομα του πρωταγωνιστή της), αλλά και ο Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του «Παγίδα στο ὕψωμα 370». Με αφορμή την αναφορά αυτή, ο Τερζάκης και ο Κωστόπουλος θα ανταλλάξουν επιστολές, όπου σε μία από αυτές ο Τερζάκης καταλήγει:
«Ἀγαπητέ κύριε Κωστόπουλε,
(…)Δέν ξέρω πῶς σᾶς τίμησε ἡ πατρίδα μας γιά τό κατόρθωμά σας, ἀλλά ἐγώ κάνω ἐκεῖνο πού χρωστάει ὁ κάθε συνειδητός πολίτης τῆς χώρας μου. Σᾶς προσκυνῶ μ’ εὐλάβεια».
Οι δύο επιστολογράφοι δεν συναντήθηκαν ποτέ όπως το επιθυμούσαν. Λίγο μετά τη σύνταξη της δεύτερης επιστολής του ο Ν. Κωστόπουλος αντιμετώπισε προβλήματα υγείας και πέθανε σε ηλικία 61 ετών. Λίγο αργά για τα βουνά της Αλβανίας να βροντήξουν. Όμως, σίγουρα δεν έκλαψαν. Γιατί να κλάψουν, άλλωστε; «Ήταν γενναίο παιδί»
Δρ. Μαρία Σκιαδά